Μετακόμιση ΙΙ

1 Μαΐου 2008 by

Το Συνιστολόγιο ξαναματα-μετακομίζει εδώ.

Κατά του άρ. 4 παρ. 4 Συντ.

26 Απριλίου 2008 by

Μία από τις ωραίες εκείνες διατάξεις του όχι και τόσο πολυχρονεμένου ελληνικού Συντάγματος είναι το άρ. 4 παρ. 4 Συντ., το οποίο επιφυλάσσει την είσοδο στην ακριβή δημόσια υπηρεσία μόνο στους ημεδαπούς. Βέβαια, μετά την τσουναμοειδή επέλαση του ευρωπαϊκού δικαίου, η διάταξη αυτή έχει καταστή γράμμα κενό για τις περιπτώσεις των Ευρωπαίων πολιτών. Παραμένει όμως απολύτως ισχυρή για τους λεγόμενους πολίτες τρίτων χωρών. Η πρότασή μου είναι η αναθεώρηση της διάταξης ως εξής: «Mόνο Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όποιες δημόσιες λειτουργίες εισάγεται σχετική εξαίρεση με ειδικούς νόμους».

Οι τριτοχωρικοί λοιπόν πολίτες, οι τριτοκοσμικοί του 21ου αιώνα, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα υψηλά καθήκοντα του Έλληνος δημοσίου υπαλλήλου. Ο γονότυπός τους δεν τους βοηθεί στην πρωτοκόλληση, σφράγιση, προώθηση, καταλογογράφηση, έγκριση, φωτοτύπηση, αρχειοθέτηση εγγράφων. Δεν διαθέτουν επαρκή πίστη στην πατρίδα για να αποκομίσουν τα απορρίμματά μας. Οι πρόγονοί τους δεν παρέχουν εχέγγυα για να διδάξουν αριθμητική στα παιδιά μας. Η ιστορία τους δεν είναι αρκετά ένδοξη για να μπορούν να παραλαμβάνουν τις φορολογικές μας δηλώσεις, μόνο και μόνο για να βρουν λάθη και παραλείψεις σε αυτές.

Η κατάσταση αυτή δημιουργεί φυσικά μια πολύ μεγάλη στρέβλωση στην αγορά εργασίας: το σύνολο των ημιμαθών και ημικαλλιέργητων Ελλήνων αποφοίτων Λυκείου και Πανεπιστημίου αναζητεί εναγωνίως, με την Απογευματινή, το Έθνος και άλλες τέτοιες φυλλάδες στο χέρι, «θέσεις», «διαγωνισμούς», «προκηρύξεις», «συμβάσεις».

Οι συνομήλικοί τους τριτοχωρίτες, παιδιά ενός κατώτερου Συντάγματος, απλώς δουλεύουν.

Για πολλά χρόνια η διαφορά εργαζομένων στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα ήταν διαφορά κομματική: ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ, ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ. Πλέον, βοηθούσης και της απλοχεριάς των κυβερνώντων, με ξένα κόλυβα πάντα, η διαφορά ολοένα γίνεται και εθνική:

Ελλάς Ελλήνων Δημοσίων Υπαλλήλων.

Συμπλήρωση 06Ιουν08: Μου είχε διαφύγει ότι η εν λόγω διάταξη τυγχάνει συν τοις άλλοις και μη αναθεωρήσιμη κατ’ άρ. 110 παρ. 1 Συντάγματος. Ενώ δηλαδή το άσυλο της κατοικίας, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, η απαγόρευση των βασανιστηρίων ή το δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν έτυχαν αυτής της ακριβής τιμής, το ρουσφέτι υπέρ των ιθαγενών έχει κατοχυρωθή, πολύ προνοητικά, στο Σύνταγμα…

Ποιητική διερώτηση

22 Απριλίου 2008 by

Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί τί είναι εκείνο που τρέπει μια πεπερασμένη σειρά λέξεων σε ένα ποίημα. Oι νεότερες φιλοσοφικές ερμηνείες και προσεγγίσεις της ποιητικής (λ.χ. του Fish) ακούγονται ενδιαφέρουσες, ιδίως στον βαθμό που επικεντρώνουν στον ρόλο του αναγνώστη για την αναγνώριση ενός κειμένου ως ποιήματος. Κάποια παλιότερα διαβάσματά μου όμως, στάθηκαν καταλυτικά στην προσπάθειά μου να βρω απάντηση στο σχετικό ερώτημα.

Σ’ αυτά ανήκουν οι «Σημειώσεις για την τέχνη της ποίησης» του Ντύλαν Τόμας, που έτυχε να ξεφυλλίσω μικρός. Η απλότητα διατύπωσης, η διαύγεια και σαφήνεια των σκέψεων που εκφράζονται σ’αυτές τις σημειώσεις «ψυλλιάζουν» τον αναγνώστη για την αλήθεια τους… Αν και τις διάβασα παιδί διακινδυνεύω το στοίχημα, ότι θα γεράσω μ’ αυτές χωρίς να χρειαστεί ν’ αλλάξω ούτε μια γραμμή τους. Ακολουθώντας μέχρι σήμερα τον γνώμονα αυτών των σκέψεων έπραξα ως εξής:

Δέθηκα σφιχτά στο κατάρτι της προσωπικής μου αισθητικής, συναισθηματικής και λογοτεχνικής κρίσης, κλείνοντας πεισματικά τα αυτιά μου στις Σειρήνες του σύγχρονου ποιητικού συρμού, των πολυδιαφημισμένων συλλογών και βραβευμένων τετραδίων, των εκδοτικών οίκων με τους κατ’επάγγελμα ποιητές ή κριτικούς και των νομπελοφόρων ιερών τεράτων της ποίησης (αν κάποιον δεν τον πείθει η μεταφορά που μόλις χρησιμοποίησα, ας αντιστρέψει ελεύθερα τους όρους της: Δέχομαι ευχαρίστως ότι παρασύρθηκα από τις σειρήνες της προσωπικής μου αισθητικής κρίσης, αντί να δεθώ εκουσίως στο κατάρτι της «αναγνωρισμένης» ποίησης). Έσκυψα με αγάπη -αλλά και δέος- μπροστά στους στίχους φίλων μου, αναγνωρίζοντας σε κάποιους από αυτούς μια γλυκιά γλωσσική μουσική, υπεραρκετή για να θεωρήσω ότι συναναστρέφομαι αληθινούς ποιητές. Εκτίμησα την καλοδουλεμένη και αρμονική ομοιοκαταληξία των παλαιών ρομαντικών, που σήμερα έχει πια χαθεί κάτω από το άγριο κύμα που σήκωσε το υπερρεαλιστικό τσουνάμι, εκδικούμενο ίσως την υβριστική -αλλά και γνήσια καλλιτεχνική!- τελειομανία τους… Αδιαφόρησα πλήρως για την επιλογή σοβαρών θεματικών και έγραψα στίχους αποκλειστικά για τον σκύλο μου…

Παραθέτω μερικά από τα λόγια του Ντύλαν Τόμας που με ενέπνευσαν σε όλα τα παραπάνω, για χάρη των αναγνωστών του Συνιστολογίου:

(…) Διάβασε τα ποιήματα που σου αρέσει να διαβάζεις. Μη σε νοιάζει αν είναι σημαντικά ή αν θα επιζήσουν. Τί σημασία έχει, σε τελευταία ανάλυση, τί είναι Ποίηση; Αν θες έναν ορισμό, λέγε: «Ποίηση είναι αυτό που με κάνει να γελώ ή να κλαίω ή να χασμουριέμαι, αυτό που κάνει τα νύχια των ποδιών μου να τρεμουλιάζουν, αυτό που με κάνει να θέλω να πράξω αυτό ή εκείνο ή τίποτα» κι άσ’το έτσι. Αυτό που έχει σημασία στην Ποίηση, είναι η απόλαυσή της, όσο τραγική κι αν είναι. Αυτό που έχει σημασία είναι η αιώνια κίνηση πίσω της, το πελώριο βύθιο ρεύμα της ανθρώπινης λύπης, βλακείας, φιλοδοξίας, έξαρσης ή άγνοιας, οσοδήποτε ταπεινή κι αν είναι η πρόθεση του ποιήματος (…) Η χαρά και το έργο της Ποίησης είναι και ήταν το πανηγύρι του ανθρώπου, που είναι επίσης το πανηγύρι του Θεού.

Όλοι με τον Πίλαβο και μια μακαρονάδα!

19 Απριλίου 2008 by

Πριν από καιρό είχα αναρτήσει στην κατηγορία «Ηθικά» σύντομο post που αφορούσε υποψηφίους διδάκτορες. Εκεί συμμεριζόμουν την αμφιβολία γύρω από την σημασία της απόκτησης διδακτορικού τίτλου που είχε εκφράσει με ωραίο τρόπο σε έναν από τους Στοχασμούς του ο Ιταλός ποιητής Leopardi. Με την παρούσα ανάρτηση ολοκληρώνω τους συνιστολογικούς μου στοχασμούς γύρω από την απόκτηση του διδακτορικού τίτλου.

Κάποτε συνάντησα τυχαία έναν Ακαδημαϊκό και παλαιό Καθηγητή Νομικής σε μια διάλεξη και πλησίασα για να τον γνωρίσω. Όταν του συστήθηκα ως υποψήφιος διδάκτωρ Νομικής και αφού ανταλλάξαμε μια δυο κουβέντες, μου είπε: «Σου εύχομαι καλή επιτυχία με την διατριβή σου. Αν και σήμερα, το διδακτορικό έχει πια χάσει την αξία του. Όλοι παίρνουν διδακτορικό αγαπητέ μου! Και όλοι γράφουν διδακτορικό. Δηλαδή: Όλοι με τον Πίλαβο, και μια μακαρονάδα!»…

Καταλαβαίνοντας ο Καθηγητής ότι δεν κατενόησα την τελευταία του πρόταση, μπήκε στον κόπο να μου την εξηγήσει. Μου είπε ότι ο «Πίλαβος» ήταν ένα πλοίο που –χρόνια πριν- έκανε το δρομολόγιο Πειραιάς-Ερμιόνη. Ο ιδιοκτήτης του, λοιπόν, προκειμένου να κάνει το συγκεκριμένο ταξίδι ελκυστικό στο επιβατικό κοινό και να αυξήσει τον κόσμο και το κέρδος, είχε μια φαεινή ιδέα: Εγκατέστησε στο πλοίο έναν σεφ και τον έβαλε να μαγειρεύει και να προσφέρει ένα πιάτο μακαρονάδας εν πλω στον καθέναν. Το σχετικό διαφημιστικό σλόγκαν ήταν εύλογο και αναμενόμενο: «Όλοι με τον Πίλαβο και μια μακαρονάδα!»

Η αναλογία του Πίλαβου, του καπετάνιου και της μακαρονάδας με το Πανεπιστήμιο, τους καθηγητές και το διδακτορικό μπορεί να αναπτυχθεί στις λεπτομέρειές της –δεν είναι όμως αυτό που με απασχολεί. Θα προχωρήσω καταγράφοντας και άλλα επεισόδια από την εμπειρία μου. Όλα έχουν ένα κοινό σημείο: Δείχνουν μια προϊούσα απαξίωση του διδακτορικού τίτλου μεσω του υπερπληθωρισμού διδακτόρων και της παροχής αρκετών «ευκολιών» για την εκπόνησή του. Αυτή πρέπει να πονάει όλους όσοι κουράστηκαν πραγματικά για να γράψουν ευσυνείδητα διατριβή.

Ένας συνομίληκος μου νομικός και πολυάσχολος σήμερα δικηγόρος με ρώτησε πριν από λίγον καιρό ανερυθρίαστα, ξέροντας ότι τελειώνω τη διατριβή μου: «Δεν μου λες ρε Κώστα; Πόσον ακριβώς χρόνο χρειάζομαι για να γράψω ένα διδακτορικό; Δεν έχω καιρό λόγω γραφείου να διαβάσω και πιέζομαι. Θέλω να μου πεις πόσες ώρες θα μου πάρει να το γράψω και σε πόσον καιρό θα το ολοκληρώσω. Πες μου όμως συγκεκριμένα πράγματα, όχι θεωρίες!». Ο γνωστός μου αυτός φαίνεται ότι έχει στο μυαλό του ένα είδος διδακτορο-χρονοχρέωσης, επηρεασμένος από το δικηγορικό περιβάλλον στο οποίο εργάζεται. Πρέπει όμως να καταλάβει ότι δουλειά και διδακτορικό δεν γίνονται μαζί (και όσοι δεν έχουν τα οικονομικά μέσα ή τον χρόνο να αφιερώσουν στη συγγραφή διατριβής βρίσκονται εξαρχής σε μειονεκτική θέση). Γιατί το διδακτορικό είναι από μόνο του μια πολύ σοβαρή δουλειά.

Ένας άλλος πάλι στενός φίλος μου, μου εξιστορούσε πρόσφατα την ιστορία ενός συγγενούς του (ας τον ονομάσουμε Χ) που είναι βαθιά μπλεγμένος σε κομματικά γρανάζια και έχει μεγαλεπήβολους πολιτικούς στόχους για το μέλλον: Ο Χ τρώγεται να κάνει ένα διδακτορικό στη Νομική, σχολή στην οποία μπήκε με αμφίβολες κατατακτήριες, γιατί –λέει- είναι απαραίτητο για μελλοντική πολιτική καριέρα: Προσδίδει status και κύρος. Και έτσι ο Χ, στα διαλείμματά από το καθάρισμα καρεκλών σε κομματικές συγκεντρώσεις και μολονότι τα χέρια του έχουν πονέσει από το χειροκρότημα, πιάνει τον υπολογιστή του και γράφει και πεντε-έξι αράδες στην διδακτορική διατριβή που ανέλαβε. Κάποτε μάλιστα, τον βοηθά σε αυτό και ο ιδίων φρονημάτων «επιβλέπων» Καθηγητής του. Αυτός προσβλέπει με την σειρά του σε προσωπικά οφέλη από την διαφαινόμενη πολιτική ισχύ του φοιτητοπατέρα υποψηφίου του. Και του υπόσχεται ότι θα τον «σπρώξει» στην τελική ευθεία απόκτησης του τίτλου, ακόμη κι αν οι αράδες που έγραψε είναι για πέταμα… «Έτσι γίνονται οι δουλειές σήμερα», λέει ο Χ στον φίλο μου –και ο τελευταίος μεταφέρει τα παραπάνω και σε μένα και ρωτάει: «Μήπως να γράψω κι εγώ καμιά διατριβή;»

Σε όλη αυτή την κατάσταση έρχονται να προστεθούν πολλοί ακόμη: Αιώνιοι υποψήφιοι διδάκτορες που ουδέποτε γράψανε έστω και μια γραμμή διατριβής αλλά παραμένουν (τιμής ένεκεν; ) γραμμένοι στην Σχολή μέχρι να τα καταφέρουν. Οι πιο επίμονοι από αυτούς θα βρουν –συνήθως μετά από χρόνια- την κατάλληλη ευκαιρία να αλλάξουν το αρχικό θέμα της διατριβής τους σε κάτι εύκολο ή τρέχον που τους απασχολεί στα δικηγορικά τους γραφεία και να ολοκληρώσουν τελικώς το διδακτορικό κάπου στα πενήντα τους. Αιώνοι ωρομίσθιοι μεταπτυχιακοί φοιτητές (ΩΜΦ) που δεν ντρέπονται να καρεκλοκενταυρίζουν στο Πανεπιστήμιο για δεκαετίες μολονότι τα λεφτά είναι αστεία, εμποδίζοντας νεότερους με διάθεση για δουλειά να προσφέρουν κι αυτοί με τη σειρά τους. Οι αιώνιοι ΩΜΦ (θέμα που θα με απασχολήσει και σε άλλο Post) είναι ασφαλώς στην συντριπτική τους πλειονότητα υποψήφιοι διδάκτορες (ή αιώνιοι μεταπτυχιακοί πρώτου κύκλου): Γιατί μόνον με αυτό το τέχνασμα μπορούν να κρατούν τις θεσούλες τους διατηρώντας την γλυκιά ψευδαίσθηση ότι είναι και αυτοί «άνθρωποι του Πανεπιστημίου». Και, ασφαλώς, ουδείς εξ αυτών έχει σοβαρό σκοπό να γράψει διατριβή: Οι γυναίκες κάνουν συνήθως οικογένειες και ανατρέφουν παιδιά, οι άντρες μπλέκονται με τα επαγγελματικά και χώνονται βαθιά στην δικηγορία, η ζωή προχωράει και η διατριβή παραπέμπεται στις Καλένδες…

Οι κύριοι Καθηγητές σιωπούν απέναντι σε όλα αυτά…. Και όταν χτυπήσει την πόρτα τους κανείς για διδακτορικό, τον καλωσορίζουν ως άλλοι σεφ και του δίνουν κι αυτού την «μακαρονάδα» του. Μερικές φορές μάλιστα αδιαφορούν ακόμη και για την πιθανή σύμπτωση των θεμάτων με εκείνα που μόλις ανέλαβαν άλλοι. Αφήνουν τους υποψηφίους να ρουφούν ηδονικά το ίδιο μακαρόνι μέχρι να συγκρουστούν τα κεφάλια τους… Άλλοτε πάλι ο διδακτορικός τίτλος απαξιώνεται e contrario από εκείνους που θα μας έλεγαν το διαφημιστικό «Είμαι μακαρονάς, τί να κάνουμε;» και θα πέφτανε με τα μούτρα σε περισσότερες της μίας διατριβές….Στους τελευταίους βέβαια συγκαταλέγονται και φωτεινές εξαιρέσεις ή δυνατά μυαλά, που δεν μπορεί κανείς παρά να τα συγχαρεί για το κουράγιο και για το «στομάχι» τους!

Θα είχα πολλά να γράψω ακόμη, αλλά θα σας κούραζα. Περνάω λοιπόν στις (ουτοπικές ίσως) προτάσεις μου και την γενικότερη αιτιολόγησή τους.

  1. Σοβαρότητα εκ μέρους των καθηγητών όταν δίνουν διδακτορικά. Ας αναζητήσουν οι διδάσκοντες κάποια τυπικά κριτήρια (λ.χ. το Αριστα στον μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών ή την βαθμολογία σε σχετικά μαθήματα) ή –επειδή τα τυπικά κριτήρια είναι κάποτε επικίνδυνα- ας κρίνουν εξονυχιστικά και υπεύθυνα (ερωτήσεις επί του θέματος!) τον υποψήφιο σε συνέντευξη προτού του δώσουν την μακαρονάδα του. Δεν είναι όλοι γερά πηρούνια για να την καταφέρουν…
  2. Σοβαρότητα εκ μέρους των υποψηφίων όταν αναλαμβάνουν διατριβές. Ας σκεφτούν λιγάκι, όσοι θέλουν τον τίτλο, γιατί τον θέλουν: Για την αγορά εργασίας, για ακαδημαική καριέρα, για πολιτική καριέρα, για κοινωνικό κύρος; Ας ξεκαθαρίσουν στο μυαλό τους, ότι ο μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών είναι υπερεπαρκής για τα περισσότερα από τα παραπάνω. Τόσο για την δικηγορική πράξη (στην οποία έτσι κι αλλιώς αυτός δεν καλοπληρώνεται) όσο και για τις κοινωνικές μας συναναστροφές (για εκείνον που θεμιτώς τον μοστράρει στην κάρτα του). Αν κάποιος δεν θέλει να γίνει Καθηγητής, δεν έχει κατά την γνώμη μου επαρκές κίνητρο για να εμπλακεί στην διδακτορική περιπέτεια. Αφήνω, που χάνει πολυτιμότατο χρόνο από την είσοδό του στην αγορά εργασίας (τουλάχιστον τέσσερα χρόνια με τον στρατό αν πρόκειται για άντρα). Κλείνω με την εξής παρατήρηση: Αυτά που κάποτε προβάλλονται ως πλεονεκτήματα του διδακτορικού συστεγαζόμενα υπό τη γενικόλογη ονομασία «εμπειρία ζωής» κ.λπ. είναι βαθιά παραπλανητικά -ιδίως όταν συνδυάζονται με την προτροπή να ζήσουμε στο εξωτερικό ως υποψήφιοι διδάκτορες, παρατείνοντας την φοιτητική μας ζωή (και χρεώνοντας συνήθως τους γονείς). Το διδακτορικό είναι πράγματι μια «εμπειρία ζωής» αλλά υπό την έννοια μιας σκληρής άσκησης σε αυτοπειθαρχία, συστηματική αυτόνομη δουλειά, κοπιαστικό και πολύωρο διάβασμα και αναζήτηση των προσωπικών μας αντοχών και ορίων. Στο εξωτερικό πρέπει κανείς να υπερβεί και άλλα εμπόδια παλεύοντας λ.χ. με τα αισθήματα (αρχικής ή μόνιμης) μοναξιάς και νοσταλγίας που προκαλεί το ξένο περιβάλλον και η ξένη γλώσσα. Μην παρασύρονται λοιπόν οι νεότεροι από τις κορώνες πολλών περί φοιτητικής ζωής στο εξωτερικό και μην πλανώνται άλλοι, ότι ο Έλληνας υποψήφιος διδάκτωρ είναι ένας απλός φοιτητής που πίνει καφέδες στην Σκουφά καθημερινά. Τα πράγματα δεν έχουν έτσι.
  3. Χρονικά όρια για την εκπόνηση διδακτορικού: Όχι περισσότερα από έξι χρόνια (δηλαδή τα διπλάσια των προβλεπομένων). Στα εφτά να καίγονται οι υποψήφιοι διδάκτορες, με την επιφύλαξη του σοβαρού λόγου, της ανωτέρας βίας κ.λπ.
  4. Υποτροφίες για τους διδάκτορες (χρηματική ενίσχυση). Αν ο αριθμός τους μειωθεί, είμαι βέβαιος ότι θα υπάρξουν χρήματα για να δοθούν σε όσους κάνουν σοβαρή έρευνα. Είναι άδικο να μην ενισχύονται χρηματικώς όσοι δουλεύουν σκληρά.

Το ερώτημα που απομένει είναι: Γιατί όλα τα παραπάνω; Δεν είναι καλύτερο να αφήσουμε κι εδώ την αγορά να λειτουργήσει ελεύθερα με όρους προσφοράς και ζήτησης; Τί μας πειράζει ο υπερπληθωρισμός διδακτόρων ή, πολύ περισσότερο, υποψηφίων διδακτόρων; Έτσι κι αλλιώς, όποιος είναι ικανός τελικώς θα διακριθεί και θα ξεχωρίσει, ενώ όποιος είναι τενεκές θα τραπεί απλώς σε έναν τενεκέ-Δόκτορα… Η απάντησή μου σε μια τέτοια αντίρρηση είναι η εξής. Δεν προτείνω να γίνουν οι διδάκτορες μια συσπειρωμένη «συντεχνία» ελιτίστικου ή συνδικαλιστικού χαρακτήρα ούτε θέλω να εξασφαλιστεί ένα είδος numerus clausus στα υψηλά επίπεδα ακαδημαϊκής παιδείας. Το ζήτημα για μένα έχει να κάνει με την ουσία της εκπόνησης διατριβής ως προσωπικής μοναχικής πορείας ωρίμανσης, ουσία την οποία έπιασε ο Leopardi στον στοχασμό του που ήδη έχω παραθέσει: Το κύρος του διδακτορικού τίτλου είναι αναγκαίο μόνον, προκειμένου να μπορούν να το απομυθοποιούν πλήρως εκεί στα σαράντα τους ή και νωρίτερα, όλοι οι κάτοχοί του που είναι σοβαροί άνθρωποι και τους νοιάζει η ουσία των πραγμάτων και όχι το σπουδαιοφανές τους περιτύλιγμα!

Όταν τώρα οι διδάκτορες πληθαίνουν ανεξέλεγκτα και το διδακτορικό γίνεται μια κοινή μακαρονάδα που δίνεται σε όλους και τρώγεται από όλους, τότε χάνεται δυστυχώς η σχετική ευκαιρία ωρίμανσης: Κάτι που αποκτάται από όλους εύκολα απομυθοποιείται την ίδια την στιγμή της απόκτησής του εξίσου εύκολα. Το ότι απομυθοποιείται βεβαίως είναι πολύ καλό! Η απομυθοποίηση του ευκόλως αποκτηθέντος όμως συμβάλλει στην ωρίμανση των ανωρίμων υποψηφίων διδακτόρων πολύ λιγότερο από την απομυθοποίηση του δυσκόλως και αξίως αποκτηθέντος. Και κάποτε, ξέρετε όλοι πρέπει να ωριμάσουμε…

Πού είναι η ευρωπαϊκή πατρίδα μας;

16 Απριλίου 2008 by

Τι είναι η ευρωπαϊκή πατρίδα μας; Μην είναι η βαθυκύανος αστερόεσσα; Μην είναι ο ποπ ύμνος An die Freude; Μην είναι το Εράσμους της ακαδημαϊκής ανεμελιάς; Μην είναι οι ευρωκράτες των κανονισμών και των οδηγιών;

Δύσκολα ερωτήματα όλα αυτά και ερεθιστικά. Ας περιμένουν όμως∙ σήμερα θα προσπαθήσω να απαντήσω σε ένα άλλο, ίσως πιο πρακτικό ερώτημα. Πού είναι η ευρωπαϊκή πατρίδα μας;

Γενικά, θα μπροούσα να σκεφτώ τρεις πιθανές και εύλογες οροθετήσεις του ημιφαντασιώδους πολιτικού και πολιτισμικού χώρου που καλείται «Ευρώπη»: την λύση της Κανταβρίας – Καλαβρίας (μικρή λύση), την λύση των δύο Γαλικιών (μέση λύση) και την λύση των δύο Ιβηριών (μεγάλη λύση).

α) Η λύση Κανταβρίας – Καλαβρίας αφορά πλέον το ιστορικό μας παρελθόν. Θα ήταν μια λύση μικρή γεωγραφικώς, από την Κανταβρία της Ισπανίας ως την Καλαβρία της Ιταλίας, μια λύση μικρή όμως και πολιτικώς: θα ταίριαζε σε μια Ευρώπη στενά δυτική, καθολική και ευαγγελική, γερμανόφωνη και ρωμανόφωνη. Μια Ευρώπη, για να είμαστε δίκαιοι, δίχως άλλο συνεκτικώτερη, πλουσιώτερη, ομογενέστερη, αλλά ομοίως ψευδώνυμη: όχι Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά μάλλον Εσπερική Ένωση. Εκπλήσσομαι σε κάποιο βαθμό που η λύση αυτή δεν επεκράτησε, περισσότερο όμως επιχαίρω που ο λάτρης των αφρικανικών αδαμάντων Βαλέριος Γισκάρδος Δεσταίγγος, ο αγωνιστής της Γαλλικής Αντίστασης Φραγκίσκος Μιττεράνδος, ο Ελμούτος Λάχανος (μεταφράζω το επώνυμό του για να μην το μεταγλωττίσω∙ μας διαβάζουν και μικρά παιδιά) και οι λοιποί παλαιοί ευρωκράτορες επέδειξαν θάρρος. Ας το έχουμε αυτό υπόψιν.

β) Η λύση των δύο Γαλικιών παίρνει ως σημεία αναφοράς την Γαλικία της Ισπανίας και την Γαλικία των πολωνοουκρανικών συνόρων. Την ονομάζω μέση λύση όχι μόνο γιατί δίνει την μέση λύση στο γεωγραφικό πρόβλημα της ευρωπαϊκής επέκτασης, αλλά και επειδή αμφιταλαντεύεται και ως προς το όχι καινοφανές ζήτημα της γεωπολιτισμικής ένταξης των σλαβικών ορθόδοξων λαών. Είναι το σημείο στο οποίο στέκεται αυτήν την στιγμή η ευρωπαϊκή πορεία, για να ξανασάνη ή για να ριζώση: οι νότιοι (και οι δυτικοί φυσικά) Σλάβοι μέσα, οι ανατολικοί έξω. Ποιο είναι το πρακτέον;

γ) Η λύση των δύο Ιβηριών αναφέρεται στον γεωπολιτισμικό χώρο που ορίζει η Ιβηρική χερσόνησος στην Δύση και η Γεωργία στην Ανατολή. Αποτελεί το αναγκαστικό επόμενο βήμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ένα βήμα όμως τόσο μεγάλο και τόσο επικίνδυνο, ώστε τρομάζει. Κινούμαστε ήδη προς τις γεωγραφικές και πολιτισμικές παρυφές της Ευρώπης και κατά πάσα πιθανότητα πλησιάζουμε στην έξοδο από την εννοιολογική άλω της πολιτικής έννοιας της Ευρώπης. Η λύση των δύο Ιβηριών, ο κοινός ευρωπαϊκός Οίκος από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, θα συμπεριελάμβανε στην Ηνωμένη, στην πραγματικότητα πλέον και όχι μόνο κατ’ επίφασιν, Ευρώπη την Ουκρανία, την Λευκορρωσσία, την Γεωργία, την Αρμενία, την Ρωσσία.

Την Ρωσσία; Κάπου εδώ συνοφρυώνεται το πράγμα.

Ανακάθαρσις ΙΙ

11 Απριλίου 2008 by

Μετά το μικρό αναψυκτικό διάλειμμα, συνεχίζω με αμείωτο τον ανακαθαρτήριο οίστρο μου. Στην δημοσίευση αυτή κινούμαι σχετικά εκτός του σημείου εστίασής μου και γιαυτό δεν έχω πλήρως αποσαφηνίσει τις ιδέες μου σε κάποια ζητήματα. Αλλά έστω, με το θάρρος της παρησσίας και με το θράσος της καινοτομίας σκέφτομαι ότι το ποινολογικό μας σύστημα πρέπει να κινηθή προς την κατεύθυνση της απλοποίησης, του εκσυγχρονισμού, της προβλεψιμότητας και της αξιοπιστίας (: όσα ακούς, τόσα εκτίεις). Η στροφή από το προνοιακό πρότυπο στο δικαϊκό πρότυπο πρέπει να ολοκληρωθή∙ η φιλελευθεροποίηση εκφράζεται εδώ με την αυστηρή τήρηση της αρχής της επικουρικότητας, με την αναλογικότητα κυρίων και παρεπόμενων ποινών, με την απομάκρυνση κάθε αχρηστευτικής ποινής, με την κατάργηση κάθε υπολείμματος φρονηματικού ποινικού δικαίου.

Αναλυτικά:

Ποινολογία

– Εισαγωγή του θεσμού της αποχής από την ποινή.

– Εισαγωγή ενιαίου τύπου στερητικής της ελευθερίας ποινής με κατάργηση της κάθειρξης.

– Δραστική μείωση των επιμέρους πλαισίων ποινής.

– Κατάργηση των ιδιαζουσών ποινών του περιορισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα και της σχετικώς αόριστης κάθειρξης των καθ’ έξιν υποτρόπων εγκληματιών.

– Κατάργηση της ισόβιας κάθειρξης.

– Κατάργηση της κράτησης στο πλαίσιο απεγκληματοποίησης των πταισμάτων.

– Εισαγωγή ενιαίας χρηματικής ποινής με κατάργηση του προστίμου.

– Ρητή πρόβλεψη της αναλογικότητας στις παρεπόμενς ποινές.

– Εισαγωγή του θεσμού της απαγόρευσης προσέγγισης και επικοινωνίας με το θύμα και της απαγόρευσης οδηγήσεως ως παρεπόμενων ποινών.

– Μετατροπή σε παρεπόμενες ποινές από μέτρα ασφαλείας της απαγόρευσης διαμονής, της απέλασης και της δήμευσης (κατά το ήμισυ).

– Απαγόρευση της απέλασης ανηλίκων αλλοδαπών.

– Κατάργηση των μέτρων ασφαλείας της εισαγωγής αλκοολικών και τοξικομανών σε θεραπευτικό κατάστημα και της παραπομπής σε κατάστημα εργασίας.

– Κατάργηση του εγκλήματος από φιλοκέρδεια.

– Κατάργηση της μετατροπής της ποινής κατά της ελευθερίας σε χρηματική ποινή.

– Κατάργηση της επίτασης της ποινής λόγω υποτροπής.

– Κατάργηση της υποτροπής εξ αμελείας.

– Κατάργηση του καθ’ έξιν εγκληματία.

− Περιορισμός της δυνατότητας αναστολής της ποινής σε καταδίκες έως δύο ετών.

– Κατάργηση του ευεργετικού υπολογισμού της ποινής λόγω εργασίας του καταδικασθέντος.

– Κατάργηση της υφ’ όρον απολύσεως.

– Κατάργηση της μη παροχής υφ’ όρον απολύσεως σε καταδικασθέντες επί εσχάτη προδοσία.

− Αύξηση των χρόνων παραγραφής.

Υπέρ της ελευθερίας φαρμακεύσεως

6 Απριλίου 2008 by

Ονομάζω «φαρμάκευση» το ντόπινγκ, μια δραστηριότητα που δεν περιλαμβάνει μόνο φάρμακα διεγερτικά, ψυχοτρόπα, αναβολικά, διουρητικά, καλυπτικούς παράγοντες και λοιπά, αλλά τείνει να επεκταθή και σε έννοιες όπως το βιολογικό και ήδη το γενετικό ντόπινγκ και έχει ο Θεός. Επιχειρηματολογώ υπέρ της πλήρους νομιμοποίησης της φαρμάκευσης ως εξής:

Σύμφωνα με τον πρωτεύοντα κανόνα που θέτει το άρ. 128Α Ν. 2725/1999 «Το ντόπινγκ αλλοιώνει τη γνησιότητα του αποτελέσματος και της προσπάθειας των αθλητών, θέτει σε κίνδυνο την υγεία των αθλητών και ιδίως των ανηλίκων, είναι αντίθετο με τις θεμελιώδεις αρχές του Ολυμπισμού, του ευ αγωνίζεσθαι και της ιατρικής ηθικής και απαγορεύεται». Η απαγόρευση αυτή συνιστά και διεθνή υποχρέωση του κράτους, σύμφωνα με το άρ. 5 της Διεθνούς Σύμβασης των Παρισίων κατά του Ντόπινγκ (κυρωτικός Ν. 3516/2006).

Σπάνια συναντά κανείς την αιτιολογική έκθεση ενσωματωμένη στον νόμο ως δήθεν διάταξή του, δείγμα χαμηλής νομοτεχνικής στάθμης. Ας δούμε λίγο αυτά τα επιχειρήματα.

α) Το ντόπινγκ αλλοιώνει την γνησιότητα του αποτελέσματος και της προσπάθειας των αθλητών.

Λήψη του ζητουμένου: προϋπόθεση της «αλλοίωσης της γνησιότητας του αποτελέσματος και της προσπάθειας των αθλητών» είναι η απαγόρευση της φαρμακεύσεως, διότι αν η φαρμάκευση είναι επιτρεπτή και γνωστή σε όλους εκ των προτέρων ουδείς αλλοιώνει, ουδείς εξαπατά, ουδείς νοθεύει. Και ας μην βιαστή κανείς πη ότι αυτό δεν γίνεται και δεν έχει δοκιμαστή πουθενά. Η ίδια λοιπόν «αλλοίωση», της οποίας λογικό προαπαιτούμενο αποτελεί η απαγόρευση, γίνεται αντικείμενο επίκλησης, προκειμένου να δικαιολογηθή το πρώτον η απαγόρευση! Έτσι, η απαγόρευση καταλήγει να αυτοαιτιολογήται, με τον ίδιο τρόπο σημειωτέον με τον οποίο οι υπέρμαχοι της απαγόρευσης των ψυχοτρόπων συνηθίζουν να «αιτιολογούν» εκείνη την απαγόρευση.

β) Το ντόπινγκ θέτει σε κίνδυνο την υγεία των αθλητών και ιδίως των ανηλίκων.

Κηδεμονισμός: οι (ενήλικες) αθλητές μπορούν μόνοι τους, σαν μεγάλα παιδιά που είναι, να αποφασίσουν αν τους συμφέρει να αναλάβουν τον κίνδυνο του καπνίσματος, της γρήγορης οδήγησης, της χοιρινής μπριζόλας ή της φαρμάκευσης. Είναι αξιολογικά αντιφατικό να θεωρήται ο πυγμάχος αρκετά ώριμος να αναλάβη τον κίνδυνο να του σφυροκοπήσουν το κεφάλι, με κίνδυνο να πάθη αιμάτωμα, αλλά ανώριμος να πιη ένα χάπι στανοζολόλη.

γ) Το ντόπινγκ είναι αντίθετο με τις θεμελιώδεις αρχές του Ολυμπισμού, του ευ αγωνίζεσθαι και της ιατρικής ηθικής.

Ηθικισμός: το ολυμπιακό κίνημα και οι ιατροί, αν θεωρούν ότι προσβάλλεται η ηθική τους, ας λάβουν τα μέτρα τους. Κανείς δεν απαγορεύει στους μεν ή στους δε να προσφέρουν πρόσβαση στις υπηρεσίες τους μόνο σε όσους αθλητές δεν φαρμακεύονται, να καθορίζουν σχετικώς κανόνες, να προβαίνουν σε ελέγχους κ.λπ. Ομοίως όμως δεν μπορεί να απαγορεύεται σε όποιον δεν θέλει να ακολουθήση αυτήν την αθλητική ηθική να φέρεται στο σώμα του όσο άσχημα θέλει και να συμμετέχη σε αγώνες όπου θα είναι εκ των προτέρων γνωστό ότι επιτρέπεται ο χημικός ανταγωνισμός. Αν και μου είναι κάπως θολό γιατί τα συμπληρώματα διατροφής ή οι τελευταίας τεχνολογίας πανάκριβες κολυμβητικές στολές είναι φυσικά και ηθικά και δεν «αλλοιώνουν τις επιδόσεις», η τεστοστερόνη όμως, ένα ενδογενές αναβολικό στεροειδές, είναι αφύσικη και ανήθικη.

Σύμφωνα με το άρ. 128Θ παρ. 2 Ν. 2725/1999 «Αθλητής που χρησιμοποιεί φυσική ή χημική ουσία ή βιολογικό ή βιοτεχνολογικό υλικό ή επιτρέπει την εφαρμογή σε αυτόν μεθόδου που απαγορεύονται από την κοινή απόφαση του άρθρου 128Γ του παρόντος, με σκοπό τη βελτίωση της αγωνιστικής του διάθεσης, ικανότητας και απόδοσής του, κατά τη διάρκεια αθλητικών αγώνων ή εν όψει της συμμετοχής του σε αυτούς, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη».

Η απαγόρευση και η απειλή τιμωρίας είναι αδικαιολόγητη και άδικη. Περισσότερη ελευθερία θα ωδηγούσε ασφαλώς σε λιγώτερη ντροπή.

Ανακάθαρσις Ι

30 Μαρτίου 2008 by

poinikos-kodikas.jpg

Στην ανάρτηση αυτή θα ήθελα να πιάσω πάλι τον παλιό μίτο της Ανακαθάρσεως. Θέλω συγκεκριμένα να αναφέρω απλώς, δίκην καταλόγου, τις αλλαγές που θεωρώ ότι πρέπει να γίνουν στην ποινική μας νομοθεσία, πρώτα στον Ποινικό Κώδικα και ακολούθως και σε κάποιους ειδικούς ποινικούς νόμους, για να γίνουν περισσότερο σύμφωνοι με το Σύνταγμα, ηπιώτεροι, αποτελεσματικώτεροι και, γιατί όχι, πιο φιλελεύθεροι. Θα είμαι κάπως συνθηματολογικός, όχι μόνο επειδή κάποιες από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις τις έχω αναπτύξει εκτενέστερα εδώ ούτε μόνο επειδή δεν σκοπεύω να κάνω την ανακαθαρτική μου δημοσίευση πολύ τεχνική και λεπτομερειακή, αλλά επειδή ενδιαφέρομαι κυρίως να καταλογογραφήσω την πτερόεσσα και ασυμμάζευτη σκέψη μου σε ένα κατάλογο πρακτέων, ένα του ντου λιστ βρε παιδί μου. Κάθε απορία φυσικά ευπρόσδεκτη.

Ο αναγνώστης του Συνιστολογίου που ίσως απορήσῃ και εξαναστῄ με κάποιες (ή με όλες!) από τις προτάσεις ας αρκεστῄ για την ώρα στην διαβεβαίωση ότι υπάρχει μια κοινή γραμμή σκέψης που τις ενώνει όλες και ότι δεν γράφω άκοπα και εκ των ενόντων, αλλά αφού στίψω το μυαλό μου καμπόσο. Το μυαλοζούμι μου καταθέτω εδώ.

Και μια τελευταία εισαγωγική παρατήρηση: συχνά στην συνέχεια θα αναφέρωμαι σε απεγκληματοποίηση και κατάργηση ποινικών διατάξεων. Ας μην σκανδαλίζωνται οι αναγνώστες: πολλές φορές (όχι πάντα όμως!) δεν εννοώ την απεγκληματοποίηση ως νομιμοποίηση, καθώς κάτι μη εγκληματικό μπορεί κάλλιστα να είναι αστικά ή διοικητικά άδικο. Απλώς θέλω, στις περιπτώσεις αυτές, να θέσω εκποδών, να πετάξω από τα πόδια μας την άχρηστη και αχρείαστη ποινική ύλη, για να μπορέσουμε καμιά φορά να πετάξουμε.

Αρχίζω λοιπόν:

Γενικό Μέρος Ποινικού Κώδικα

− Κατάργηση του άρ. 4 ΠΚ περί μη εφαρμογής της αρχής nulla poena sine lege praevia στα μέτρα ασφαλείας.

– Κατάργηση του άρ. 8 περ. (ι) ΠΚ περί εφαρμογής της αρχής της παγκόσμιας δικαιοσύνης επί παράνομης κυκλοφορίας και εμπορίου άσεμνων δημοσιευμάτων.

– Κατάργηση του άρ. 13 περ. στ΄ ΠΚ περί κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης.

– Κατάργηση των άρ. 18 εδ. γ΄, 26 παρ. 2 και 47 παρ. 3 ΠΚ περί πταισμάτων.

– Κατάργηση του άρ. 19 εδ. β΄ ΠΚ.

– Κατάργηση του άρ. 21 ΠΚ περί προσταγής.

– Κατάργηση του άρ. 24 ΠΚ περί υπαίτιας πρόκλησης άμυνας.

– Πρόβλεψη μειωμένης ποινής για την μη συγγνωστή νομική πλάνη (άρ. 31 παρ. 2 ΠΚ).

– Κατάργηση του άρ. 33 ΠΚ περί κωφαλάλων εγκληματιών.

– Κατάργηση των άρ. 37-41 ΠΚ περί εγκληματιών ηλαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμόν κ.λπ.

– Μετατροπή του άρ. 42 ΠΚ περί αποπείρας: γενική τιμώρηση της απόπειρας στα κακουργήματα, όπου προβλέπεται στα πλημμελήματα.

– Κατάργηση του άρ. 43 ΠΚ περί απρόσφορης απόπειρας.

– Μετονομασία του ηθικού αυτουργού σε υποκινητή (άρ. 46 παρ. 1 περ. α΄).

– Κατάργηση του άρ. 46 παρ. 1 περ. β΄ ΠΚ περί άμεσου συνεργού.

− Πρόβλεψη κατ’ αρχήν μειωμένης ποινής για τον υποκινητή και τον συνεργό, η οποία δύναται να εξομοιωθῄ με την ποινή του αυτουργού.

− Κατάργηση του άρ. 46 παρ. 2 ΠΚ περί προσχηματία υποκινητή (agent provocateur).

– Κατάργηση του άρ. 48 ΠΚ περί γενικής διάταξης επί των συμετόχων.

Μικρό εκτρωτικό

23 Μαρτίου 2008 by

Η πιο καθαρή περίπτωση ηθικού δικαίωματος σε έκτρωση είναι ίσως εκείνη της εγκύου που εξαναγκάστηκε να μείνῃ έγκυος, ας πούμε με βιασμό. Συμφωνώ λοιπόν και εγώ ότι η συγκεκριμένη έγκυος έχει κάθε ηθικό δικαίωμα να προβῄ στην έκτρωση του κυήματος.

Ας υποθέσουμε όμως ότι η εν λόγῳ έγκυος αποφασίζει να κυοφορήσῃ και να γεννήσῃ το έμβρυο, επειδή ας πούμε θεωρεί ότι ό,τι έγινε, έγινε και το αθώο έμβρυο δεν φταίει σε τίποτε. Πώς θα χαρακτηρίζαμε ηθικά την στάση της αυτή;

Δεν νομίζω ότι υπάρχει αμφιβολία ότι η δεύτερη έγκυος πράττει κατά τρόπο σύμφωνο με τις ηθικές αξίες, έστω και αν δεν θα ήταν δυνατόν να πούμε ότι πράττει σε εκτέλεση κάποιου καθήκοντος. Αντιθέτως, το κοινό και εκ του προχείρου αίσθημα θα έλεγε ότι η πράξη της ενεργείται πέραν του καθήκοντος. Αν όμως η πρώτη έγκυος είχε το ηθικό δικαίωμα να προβῄ στην έκτρωση και η δεύτερη έγκυος έπραξε πέραν του ηθικού καθήκοντος αποδεχόμενη την εγκυμοσύνη της, πώς κρίνονται συγκρινόμενες οι δύο πράξεις; Και ποια είναι η ορθοπραξία εν προκειμένῳ; Με άλλο λόγια, ποια είναι η ηθικώτερη ανάμεσα στις δύο κατ’ αρχάς ηθικές επιλογές;

Σε μια ανάλογη περίπτωση, δεν νομίζω ότι θα δυσκολευόμασταν πολύ. Αν η επιλογή ήταν μεταξύ του να πέσουμε στην παγωμένη θάλασσα για να σώσουμε κάποιον που πνίγεται ή να τηλεφωνήσουμε σε κάποια αρχή, δεν υπάρχει κανείς που δεν θα μας συνιστούσε το πρώτο, αν τυχόν ήμασταν σωματικώς ικανοί, ως ηθικά ανώτερη. Καλή η κλήση βοήθειας, αλλά καλύτερη η προσωπική προσπάθεια.

Εδώ δεν βλέπω κάτι διαφορετικό. Καλή και άγια η έγκυος που προβαίνει στην έκτρωση, καλύτερη και αγιώτερη όμως εκείνη που κρατάει το μωρό που φτερουγίζει μέσα της. Εκείνη που μεταβάλλει την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη σε επιθυμητή μητρότητα. Εκείνη που μεταμορφώνει την ανάγκη σε προαίρεση. Όπως λέει και η Ιφιγένεια στον στ. 1375-1376 της εν Αυλίδι: «τούτο δ’ αυτό βούλομαι ευκλεώς πράξαι». Φρικτή η καταναγκαστική εγκυμοσύνη, ειδικά ως προϊόν βιασμού, αλλά όλα τα φρικτά πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε ευκλεώς.

Κάθε γυναίκα που μένει παρά την θέλησή της έγκυος πρέπει να γεννᾴ το παιδί της∙ τοὐλάχιστον αυτό πρέπει να την συμβουλεύουμε ως ηθικά ανώτερο. Δεν πρέπει να φοβώμαστε να το λέμε από φόβο μήπως μας θεωρήσουν αντιδραστικούς, σεξιστές ή ό,τι άλλο.

Περί απεργίας και ψευδαπεργίας

19 Μαρτίου 2008 by

Κάποτε υπήρχε η απεργία. Ένα ατομικό δικαίωμα κάπως ιδιόμορφο, γιατί ασκείτο μόνο συλλογικά (όπως και δυο τρία άλλα βέβαια), το οποίο στην βάση του ήταν κάτι σαν εκβίαση, στρεφόμενη κατά του ατομικού δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας άλλων συμπολιτών. Βασάνισε τους νομικούς για κάμποσο καιρό, αλλά τελικά μπόρεσαν να την τιθασεύσουν: ο απεργός εργαζόμενος εκβιάζει τον εργοδότη για να επιτύχῃ κάποια αναπροσαρμογή των όρων της μεταξύ τους σύμβασης. Απλό, μια δυαδική σχέση είναι. Κάποια ερωτήματα, όπως γιατί το ελληνικό Σύνταγμα δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα της (αντ)απεργίας και στους εργοδότες ή πόσο μπορεί να περιορίσῃ ο νόμος την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας σε ωρισμένες κατηγορίες δημοσίων ή άλλων υπαλλήλων, ας μείνουν εδώ αναπάντητα.

Μετά χρόνια και καιρούς γεννήθηκε η ψευδαπεργία. Είχε το ίδιο όνομα με την απεργία, αλλά τελείως διαφορετική δομή, στόχευση και λειτουργία. Πλέον δεν απεργούσαν οι εργαζόμενοι, αλλά και οι αυτοαπασχολούμενοι ή και οι μικροεργοδότες. Η απεργία των εργαζομένων δεν στρεφόταν πλέον κατά του εργοδότη, απειλώντας την οικονομική ελευθερία του και τα πολύτιμα κέρδη του, αλλά κατά του κοινωνικού συνόλου. Η απεργία μεταλλάχθηκε από εκβίαση σε αρπαγή: οι απεργοί έπιαναν ομήρους όλους τους άλλους συμπολίτες τους, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι είχαν στα χέρια τους μονοπώλια με θεμελιώδη σημασία για το κοινωνικό σύνολο. Και φυσικά ποιο θεμελιωδέστερο μονοπώλιο και ποιο πιο μονοπωλιακό θεμέλιο της κοινωνικής συμβίωσης από τον κρατικό μηχανισμό; Η συνέχεια ήταν αναμενόμενη: άλλαξε ο αποδέκτης των αιτημάτων της απεργίας, που δεν ήταν πλέον ο εργοδότης, αλλά το παντοδύναμο, πολυέλεο, πολυεύσπλαγχνο, πολυπλόκαμο Κράτος. Η ψευδαπεργία έγινε πλέον τριγωνική σχέση.

Μία ακόμη αναπάντεχη συνέπεια της γέννησης της ψευδαπεργίας ήταν μια κάπως απρόσμενη εφαρμογή του νόμου του Γρεσχάμου: η κακή απεργία εξαφάνισε πλήρως την καλή. Η απεργία που είχε νόημα, σκοπό, κοινωνικό περιεχόμενο υποχώρησε προτροπάδην στην ψευδαπεργία των δημοσίων υπαλλήλων κατοχής, του τσαμπουκά χαβαλέ και των προνομίων που βαφτίζονται «κεκτημένα».

Εγώ δεν απεργώ σήμερα. Δεν μου φταίνε σε τίποτε οι εντολείς μου. Δεν θέλω τίποτε από το κράτος, εκτός από την ησυχία μου. Ας βγούνε άλλοι στους δρόμους με όπλα στους ώμους.